λογιατρεία

λογιατρεία
λογιατρείᾱ , λογιατρεία
a physician only in words
fem nom/voc/acc dual
λογιατρείᾱ , λογιατρεία
a physician only in words
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λογιατρεία — και εσφ. ανόγν. λογοϊατρεία, ἡ (Α) ιατρική που ασκείται μόνο στα λόγια, θεραπεία που γίνεται από ψευτογιατρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγο * + ιατρεία (< ίατρεύω)] …   Dictionary of Greek

  • λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… …   Dictionary of Greek

  • λογοϊατρεία — λογοϊατρεία, ἡ (Α) βλ. λογιατρεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”